- ὑποκειμένης
- ὑπόκειμαιlie underperf part mp fem gen sg (attic epic ionic)ὑπόκειμαιlie underpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπόκειμαι — ὑπόκειμαι, ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, βρίσκομαι από κάτω (α. «τα υποκείμενα στρώματα υποχώρησαν» β. «τοιαύτης κρηπίδος ὑποκειμένης αὐταῑς», Πλάτ.) 2. είμαι υποταγμένος σε κάποιον, εξαρτώμαι από κάποιον (α. «υπόκειται στον νόμο» β. «ὑποκεῑσθαι τῷ… … Dictionary of Greek
подълежати — ПОДЪЛЕЖ|АТИ (41), ОУ, ИТЬ гл. 1.Подлежать, подпадать под действие чегол.: Въздьржателѥ. и врѣтищеносьци. и отърочьници. томѹ же подълежать словѹ. имьже и наватиане (ὑπόκεινται) КЕ XII, 192а; не подълежащю ѥмѹ страстию коѥю. нъ волю ѥмѹ имѹщю въ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
SABATA — Liguriae urbs, quae et Vada Sabatorum, et Vada Sabatia. Ptol. Τῆς δὲ Λιγουρίας ὑποκειμένης τοῖς Α᾿πεννίνοις ὄρε???ιν, εἰςὶ μεςόγειοι πόλεις, Σάβατα, Πολεντία, Α῎ςτα, Α῎λβα Πομπηΐα, Λιβάρνα. Imperite oppidum maritimum in mediterraneis posuit. Iul … Hofmann J. Lexicon universale
γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… … Dictionary of Greek
λευκοτομή — η ιατρ. νευροχειρουργική επέμβαση που αποσκοπεί στη διακοπή τών συνδέσεων μεταξύ εγκεφαλικού φλοιού και τής υποκείμενης λευκής ουσίας και εκτελείται αμέσως κάτω και παράλληλα με τη φλοιώδη ουσία τού εγκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ομίχλη — Στη μετεωρολογία είναι τροποσφαιρικός σχηματισμός όμοιος προς το νέφος, από το οποίο διαφέρει μόνο κατά το ότι επικάθεται πάντοτε στην επιφάνεια του εδάφους. Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ένα σμήνος λεπτών υδροσταγονιδίων (με… … Dictionary of Greek
δοθιήνας — Φλεγμονή του θυλάκου της τρίχας που εξελίσσεται σε πυώδη συλλογή (απόστημα). Συνηθέστερα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο και μπορεί να αναπτυχθεί σε οποιαδήποτε περιοχή του σώματος, εκτός από τις παλάμες και τα πέλματα όπου δεν υπάρχουν τρίχες. Η… … Dictionary of Greek
μεγάκολο — Όρος που χρησιμοποιείται για κάθε περίπτωση πολύ διατεταμένου παχέος εντέρου, η οποία συνήθως συνοδεύεται από βαριά, χρόνια δυσκοιλιότητα. Μπορεί να είναι συγγενές ή επίκτητο. Παρουσιάζεται ως απειλητική για τη ζωή επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας … Dictionary of Greek